- φίλερως
- -έρωτος, ὁ, ἡ, Αφιλέραστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + ἔρως (πρβλ. πολύ-ερως)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλέρως — φίλερως prone to love masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλέρωσι — φίλερως prone to love masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλέρωτα — φίλερως prone to love masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλέρωτι — φίλερως prone to love masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλέρωτος — φίλερως prone to love masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… … Dictionary of Greek